Η δραστηριότητα του εργοστασίου δεν περιοριζόταν στο άλεσμα της ελιάς αλλά και στην αποθήκευση, τη φύλαξη και τη διάθεση του παραγόμενου λαδιού που ο κάθε παραγωγός αποθήκευε στην καθορισμένη πύλα έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην επιχείρηση. Η εντιμότητα και μόνιμη προθυμία για οικονομικές διευκολύνσεις, σε χρήμα ή σε είδος, ειδικότερα σε περιόδους πολέμου, έδωσε στην επιχείρηση αυτή έντονα ανθρωπιστικό χαρακτήρα.
Το 1964 ξέσπασε πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε ολόκληρο το τμήμα του ξηραντηρίου και τις διπλανές αποθήκες, ενώ το 1966 ξέσπασε και δεύτερη πυρκαγιά. Ήδη το 1979 απασχολεί λίγους εργάτες, για να κλείσει οριστικά τη δεκαετία του 1980. Στη συνέχεια έγιναν διάφορες προτάσεις και συζητήσεις στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Παξών για αξιοποίησή του από το Δήμο προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή του νησιού, να στηριχθεί η τοπική κοινωνία και να βελτιωθεί μέσω αυτού η ποιότητα ζωής. Για παράδειγμα, προτάθηκε να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει ανάγκες των πολιτιστικών και εκπαιδευτικών συλλόγων του νησιού, να στεγάσει υπαίθριες και κλειστές αγορές ή δημόσιες υπηρεσίες, να φιλοξενήσει αίθουσες κινηματογράφου, διαλέξεων, συνεδρίων, εκθέσεων, παραστάσεων, τουριστικών επιχειρήσεων ή μουσείο Ελιάς. Πολλοί νέοι επιστήμονες έχουν ασχοληθεί στις πτυχιακές ή διπλωματικές τους εργασίες με την ιστορία και τη σύγχρονη αξιοποίηση του εργοστασίου (ενδεικτικά αναφέρουμε τα σχέδια φοιτητών της αρχιτεκτονικής σχολής του Παν/μίου του Ίνσμπρουκ με επιβλέποντα καθηγητή τον Robert Veneri). Τελικά, το 1985 αγοράστηκε από ιδιώτες, μεταπωλήθηκε το 2006 και μέχρι σήμερα παραμένει αναξιοποίητο.
Λύχνου Ευτέρπη, εφ. Ηχώ των Παξών αρ.φ. 529/Δεκέμβριος 2021